- μέσκος
- μέσκος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού πέσκος*].
Dictionary of Greek. 2013.